Σεράι

Σεράι
Σεράι κ. σκήτη Αγίου Ανδρέα η
афонский скит святого апостола Андрея Первозванного (другое название Серай). Находится в Карее. Скит был построен русскими монахами, которых перед первой мировой войной насчитывалось в скиту около семиста человек. Скит сейчас принадлежит монастырю Ватопед. Соборный храм скита является самым большим на Афоне и одним из трех самых больших храмов в Греции. В скиту сохраняются мощи святого апостола Андрея Первозванного

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "Σεράι" в других словарях:

  • καραβάν-σεράι — Πανδοχεία για τα καραβάνια, που βρίσκονταν στους δρόμους και στις πόλεις της Εγγύς Ανατολής, της Μέσης Ασίας και της Υπερκαυκασίας. Τα κ.σ. είναι γνωστά από την αρχαιότητα, αλλά διαδόθηκαν κυρίως από τον 9o έως τον 18o αι., εξαιτίας της ανάπτυξης …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • καβάλα — Πόλη (υψόμ. 53 μ., 58.663 κάτ.) και λιμάνι της Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Κ. και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά –ο αρχικός πυρήνας της πόλης είναι χτισμένος σε δύο λόφους, που τους ενώνει το παλιό μνημειώδες… …   Dictionary of Greek

  • σαράι — και σαράγι και σεράι και σεράγι, το, Ν 1. (στον ισλαμικό κόσμο) πύργος, ανάκτορο 2. (ειδικά) το ανάκτορο τού σουλτάνου τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ή και άλλων υψηλών αξιωματούχων της 3. μτφ. μεγάλο και πολυτελές οίκημα 4. φρ. «Η απαγωγή από το… …   Dictionary of Greek

  • σεράγι — και σεράι, το, Ν βλ. σαράι …   Dictionary of Greek

  • Ααλή ή Αλή Μεχμέτ εμίν Πασάς — (Κωνσταντινούπολη 1815 – 1871).Τούρκος διπλωμάτης και μεταρρυθμιστής πολιτικός. Έδρασε κυρίως κατά τη βασιλεία του σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ, τον οποίο επηρέαζε ισχυρά, έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη του, χάρη στις ικανότητες που επέδειξε. Ο Α.… …   Dictionary of Greek

  • Αμφιλοχία — Κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 4.119 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Παλαιότερα λεγόταν Καρβασαράς. Η Α. είναι χτισμένη στο πιο εσωτερικό σημείο του όρμου του Αμβρακικού κόλπου. H θέση αυτή είναι πολύ σπουδαία, γιατί αποτελεί… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Βερελής, Θανάσης — (18ος αι.).Αρματολός από την Παρνασσίδα. Μαζί με άλλους οπλαρχηγούς νίκησε τον δερβέναγα των Σαλώνων Μανίκα κοντά στο Γαλαξίδι. Με δόλο όμως του μπέη των Σαλώνων Τσεκή Οβάκη, δολοφονήθηκε όταν έμπαινε στο σεράι και το πτώμα του διαπομπεύτηκε.… …   Dictionary of Greek

  • Βλαχέρνες — Όνομα ιδιαίτερα συνηθισμένο και δημοφιλές στους Βυζαντινούς. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως επώνυμο της Παναγίας και παρετυμολογείται πιθανώς από τη φράση βάλε χέρι, που αναφέρεται στην προστασία της Παναγίας. Οι Βυζαντινοί χρονογράφοι μνημονεύουν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»